Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει την ημέρα που το Κοινοβούλιο έκλεισε οριστικά. Μια λαοθάλασσα είχε κατακλύσει τη γύρω περιοχή και οι πιο ένθερμοι αγωνιστές είχαν φροντίσει να προπηλακίζεται οποιοσδήποτε πολιτικός τολμούσε να πλησιάσει. Μερικοί βουλευτές έφυγαν αιμόφυρτοι, όταν αρνήθηκαν να υποταχτούν και προσπάθησαν να προσεγγίσουν το σύμβολο της Δημοκρατίας. Ήταν το τέλος.
Ο αγώνας δικαιώθηκε. Φτάνει πια. Αρκετά με τους διεφθαρμένους βουλευτές. Αρκετά με τις μίζες. Αρκετά με την κοροϊδία. Αρκετά με το πελατειακό κράτος. Αρκετά με τα βύσματα. Αρκετά με τη συναλλαγή. Αρκετά με τα παραθυράκια. Αρκετά, αρκετά, αρκετά. Στο κάτω-κάτω, είναι φανερό, ότι κανείς δεν τους έχει ψηφίσει. «Υπάρχει κανείς, που τους έχει ψηφίσει;», ρώτησε κάποιος με μια ντουντούκα. «Όχι!», φώναξε το εκστασιασμένο πλήθος. Τώρα που έφυγαν αυτοί, τώρα που επήλθε η θριαμβευτική νίκη, όλα θα αλλάξουν.
Ήρθε επιτέλους η ώρα να κυβερνήσει αυτός που δικαιούται να κυβερνά· ο λαός. Τέρμα η διαφθορά, τέρμα η υποκρισία, τέρμα το ψέμα. Ήρθε η ώρα να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους αυτοί που δουλεύουν, αυτοί που πληρώνουν πάντα τους φόρους τους, χωρίς να προσπαθούν να ξεγελάσουν το κράτος, αυτοί που δε χρησιμοποίησαν ποτέ βύσμα, αυτοί που αγωνίζονται με σεβασμό για το συμπολίτη τους, αυτοί που δεν είχαν ποτέ καμία σχέση με αυτές τις απαράδεκτες πελατειακές πρακτικές, που οι βουλευτές αυθαίρετα εφάρμοσαν τόσα χρόνια και επέβαλαν στο αδιάφθορο Έθνος μας. Ήρθε η ώρα να κυβερνήσουν αυτοί που δεν ευθύνονται σε τίποτα για την τραγική κατάσταση της χώρας.
Όλοι ήξεραν ότι χρειαζόταν μια καινούρια αρχή. Μια καθαρή, καινούρια αρχή. Με ανθρώπους αδιάφθορους, άξιους, ικανούς. Και η πρώτη κίνηση θα γινόταν – ναι! - με άμεση δημοκρατία. Νέα αρχή με ιερό όρκο πίστης και ειλικρίνειας. Ας βγουν μπροστά αυτοί που είναι καθαροί. Που ήταν πάντα τίμιοι. Οι άριστοι πατριώτες. Αυτοί που δεν έκλεψαν ποτέ φόρο και δε διαπραγματεύτηκαν ποτέ μια απόδειξη. Αυτοί που δεν ακολούθησαν ποτέ πλάγιο τρόπο. Αυτοί που κατήγγειλαν επίσημα κάθε φορά που είδαν να κλέβουν την πατρίδα τους. Αυτοί που τους ανατέθηκε δημόσια εργασία και ανταποκρίθηκαν, όπως θα ανταποκρίνονταν, αν ήταν δική τους. Αυτοί που, ακόμη και αν είχαν την ευκαιρία, δε θα προσπαθούσαν να ξεγελάσουν την πατρίδα τους. Αυτοί που όλη τους τη ζωή ψήφιζαν, χωρίς να ζητήσουν αντάλλαγμα. Αυτοί που ψήφιζαν ανθρώπους καθαρούς. Αυτοί που είδαν το συνάνθρωπό τους στο αναπηρικό αμαξίδιο και διαδήλωσαν για το δικαίωμά του να κινείται στο δρόμο που κινούνται όλοι. Αυτοί που ποτέ δεν έκλεισαν το πεζοδρόμιο και που ποτέ δεν απέκλεισαν το συμπολίτη τους διπλοπαρκάροντας, ναι, γιατί δεν είναι μόνο οικονομική είναι και ηθική και κοινωνική η κρίση. Αυτοί που δεν έριξαν ποτέ σκουπίδια στο δρόμο. Αυτοί που είδαν την αυθαιρεσία ή την αδιαφορία των καθηγητών τους και των καθηγητών των παιδιών τους και μίλησαν ανοιχτά και τους κατήγγειλαν. Αυτοί που τους ζήτησαν φακελάκι στο νοσοκομείο και γύρισαν με σημαδεμένα χαρτονομίσματα. Αυτοί που τους εκβίασαν στην Πολεοδομία και γύρισαν με τον εισαγγελέα. Αυτοί που τους χάρισαν μια θέση στο δημόσιο και δεν την αποδέχτηκαν, γιατί ήξεραν ότι τη στερούσαν από αυτόν που τη δικαιούταν. Αυτοί που δεν είπαν ποτέ «δε βαριέσαι», όταν έβλεπαν τη χώρα τους να εγκαταλείπεται. Αυτοί που εξέλεξαν τους καλύτερους συνδικαλιστές, για να εκπροσωπούν το σύνολο και όχι μεμονωμένα άτομα και τον εαυτό τους, για να υπηρετούν πάνω απ’ όλα το συμφέρον της κοινωνίας, της πατρίδας. Αυτοί που συνδικαλίστηκαν και δεν ξεπουλήθηκαν. Αυτοί που δεν έσπασαν, δεν έκαψαν, δεν κατέστρεψαν την περιουσία της πατρίδας τους. Αυτοί που πήραν τη δημόσια περιουσία και την παρέδωσαν μεγαλύτερη.
Εκλέχτηκε μια Επιτροπή και άρχισε να παίρνει συνεντεύξεις. Πέρασαν δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες. Είχαν αποφασίσει – είχαν ορκιστεί – να μιλήσουν όλοι ανοιχτά. Αλλά οι ερωτήσεις ήταν δύσκολες. «Όχι, αυτό δεν το έχω κάνει ποτέ... Ούτε αυτό... Όχι, όχι, ούτε αυτό! Αυτό; Μα αυτό… το κάνανε όλοι!» ή «Ε, καλά, αυτό είναι τόσο μικρό, έχει σημασία;». ή, πάλι, «Καλά, στην Ελλάδα ζούμε, τι περιμένατε;». Πέρασαν ώρες, μέρες, βδομάδες. Το ερημωμένο κτίριο της Βουλής παρακολουθούσε τη διαδικασία στωικά. Ο κόσμος, όμως, περνούσε κατά χιλιάδες και σιγά-σιγά αγανακτούσε όλο και περισσότερο. Οι πρώτοι ψίθυροι άρχισαν μερικές ημέρες μόνο από την έναρξη της διαδικασίας. «Καλά, τι περιμένουν, να βρουν τους άγιους;». «Σε ποια χώρα ζούσαν αυτοί, που ήρθαν να μας το παίξουν και κριτές;». «Εμείς φταίμε, που τους εκλέξαμε, υπήρχαν καλύτεροι». Μέρα με τη μέρα οι ψίθυροι κυκλοφορούσαν όλο και περισσότερο. Σε μια γωνιά της πλατείας οι ψίθυροι είχαν γίνει τόσο έντονοι, ώστε είχε αρχίσει να δημιουργείται σαφώς ένα αντιεπιτροπικό μπλοκ. «Αρκετά! Αυτοί είναι ανίκανοι! Ας εκλέξουμε τη δική μας Επιτροπή!». Δε χρειάστηκαν παρά μερικές μέρες, ώστε να δημιουργηθούν συνασπισμοί υποστήριξης νέων υποψήφιων Επιτροπών.
Η Επιτροπή, όμως, συνέχιζε πιστή τη δουλειά της. Ήταν αποφασισμένοι να επιλέξουν τους εντελώς αψεγάδιαστους. Μετά από πολλές ημέρες, είχε βρει έναν και κρατούσε ακόμη έναν στην αναμονή. Βέβαια η κρίση της και στις δύο περιπτώσεις αμφισβητήθηκε αρκετά και από το εσωτερικό της και από τους υπόλοιπους. Και αυτό ακριβώς ενθάρρυνε ακόμη περισσότερο τους δελφίνους. Η ανυπομονησία τους ήταν μάλιστα τέτοια, που είχαν ήδη αρχίσει τις υπόγειες συμφωνίες με τους ικανότερους διαχειριστές της γνώμης του πλήθους. Κάτι προφανώς καθόλου μεμπτό, αφού υπηρετούσε έναν ιερό σκοπό· να αναρριχηθούν στην ιεραρχία, ώστε να υπηρετήσουν την πατρίδα τους.
Και κάποιοι το πέτυχαν. Χρειάστηκε να συμμαχήσουν αρκετοί, αλλά το δίκτυο, που είχαν μεθοδικά στήσει, πέτυχε την πανηγυρική ανακήρυξή τους όχι σε μέλη της Επιτροπής – αυτή είχε αποδείξει περίτρανα ότι το εγχείρημά της ήταν ουτοπικό – αλλά σε μέλη του νέου, «αδιάφθορου» Κοινοβουλίου. Αυτή η νέα συμμαχία των τριακοσίων ανέλαβε άμεσα δράση για τη διάσωση της πατρίδας. Είχαν ήδη χαθεί αρκετές εβδομάδες, η σωτηρία της πατρίδας δεν μπορούσε να περιμένει.
Και η πρώτη απόφαση, που ελήφθη στην πανηγυρική πρώτη συνεδρίαση, ήταν για εκείνους τους δύο αψεγάδιαστους, που είχαν επιλεγεί από την Επιτροπή. Αν δεν ήταν αυτοί, η Επιτροπή θα το είχε πάρει απόφαση σίγουρα νωρίτερα να διακόψει τη διαδικασία και δε θα είχε χαθεί όλος αυτός ο πολύτιμος χρόνος. Για την ομοιογένεια του Έθνους και για παραδειγματισμό τέθηκαν, συνεπώς, υπό κράτηση.